γαρίφαλο

γαρίφαλο
γαρίφαλο, το και γαρούφαλο, το
1. το άνθος της γαριφαλιάς: Άφησε ένα γαρίφαλο πάνω στον τάφο του πατέρα της.
2. είδος μπαχαρικού, το μοσκοκάρφι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… …   Dictionary of Greek

  • κρεμεζογαρίφαλο — το το κόκκινο γαρίφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμεζής + γαρίφαλο] …   Dictionary of Greek

  • γαριφαλιά ή γαρουφαλιά — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία δίανθος ο πλατύφυλλος. Το άνθος του λέγεται γαρίφαλο, όπως και ο αρωματικός αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού δέντρου καρυόφυλλος ο αρωματικός. Ο κάλυκας αυτός, που λέγεται και μοσχοκάρφι, χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… …   Wikipédia en Français

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …   Википедия

  • καρυόφυλλο(ν) — το ονομασία γένους φυτών, σύμφωνα με τα πριν από τον Λινναίο συστήματα κατάταξης, που περιείχε το γαρίφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. caryophyllus < caryo (< κάρυον) + phyllus (< φυλλος < φύλλο)] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρφι — και μοσκοκάρφι και μουσκοκάρφι, το (Μ μοσχοκάρφιον και μοσκοκάρφιον και μουσκοκάρφι και μουσκοκάρφιν) 1. αποξηραμένος καρπός τού φυτού Ευγενία η καρυόφυλλος ή Καρυόφυλλο το αρωματικό, κν. γαρίφαλο 2. το άνθος τού φυτού Μελία η αζεδαράχη, κν.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκαρυόφυλλον — και δ. γρφ. ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α) το καρυόφυλλο, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καρυόφυλλον] …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρτι, Ραφαέλ — (Rafael Alberti, Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία, Ισπανία 1902 – Ιταλία 1999). Ισπανός ποιητής και ζωγράφος. Μαζί με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι από τους πιο εμπνευσμένους και γεμάτους ζωντάνια ποιητές της γενιάς του 1927. Εμφανίστηκε στα γράμματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”